διόπαι — διόπᾱͅ , διόπη ear ring fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενόπη — ἐνόπη, η (Α) σκουλαρίκι, ενώτιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνήθης στον πληθ. ενόπαι προήλθε από τη συνεκφορά εν οπαίς (πρβλ. διόπαι)] … Dictionary of Greek